- φιλεταίριος
- (I)-ον, Α [φιλέταιρος]1. φιλέταιρος2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ φιλεταίριος ή τὸ φιλεταίριονα) το φυτό πολεμόνιοβ) το φυτό ωκιμοειδέςγ) το φυτό απαρίνηδ) κληματίδα3. φρ. «φιλεταίριος πούς» — μέτρο μήκους, ισοδύναμο με τα 2/3 τού βαβυλωνίου πήχεως.————————(II)ἡ, Αφιλεταίριον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φιλεταίριον, κατά τα δευτερόκλιτα θηλ.].
Dictionary of Greek. 2013.